Κλείνουμε τη πόρτα στη βία, ανοίγουμε παράθυρο στη κοινωνία! Πριν
χρόνια, τα φαινόμενα βίας στους σχολικούς χώρους αποτελούσαν, σίγουρα,
ένα σπάνιο φαινόμενο και ο όρος «bullying» αποτελούσε για τους
περισσότερους μια άγνωστη λέξη στο λεξιλόγιο τους. Τις τελευταίες
δεκαετίες όμως πολλά έχουν αλλάξει και η σχολική βία αποτελεί ένα ζήτημα
που αφορά στο σύνολο της όλη την εκπαιδευτική κοινότητα, τους γονείς,
την Πολιτεία και τους αρμόδιους θεσμικούς εκπαιδευτικούς φορείς, που
συνεργάζονται σε καθημερινό επίπεδο με τις σχολικές μονάδες σε όλη τη
χώρα. Ακόμη και από την πολύ πρώιμη ηλικία του νηπιαγωγείου
αναπτύσσονται εχθρικές συμπεριφορές που τελευταία καταγράφονται σε
έρευνες.
Αντιλαμβάνεται κανείς, εύλογα, πως το φαινόμενο αυτό κορυφώνεται με
την πάροδο του χρόνου και στις βαθμίδες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
(Γυμνάσιο και Λύκειο). Πρόσφατες μελέτες αποδεικνύουν ότι το 15%-20% των
μαθητών εμπλέκεται σε φαινόμενα εκφοβισμού και λεκτικής βίας είτε ως
θύτες είτε ως θύματα. Οι μαθητές που συνήθως υφίστανται κακοποίηση,
λεκτική ή σωματική, έχουν συνήθως αδύναμη προσωπικότητα με χαμηλή
αυτοεκτίμηση. Οι πιο συνηθισμένοι λόγοι τσακωμού είναι συνήθως οι
διαφορές μεταξύ των μαθητών που αναπτύσσονται στα παιχνίδια και τις
αθλητικές δραστηριότητες, η αίσθηση αδικίας και οι προσβολές. Η βία, σε
όλες τις μορφές της είτε πρόκειται για σωματική είτε λεκτική – που κατά
συνέπεια αποτελεί ένα είδος ψυχολογικής βίας – απαγορεύεται, όπως είναι
εύλογο, και νομοθετικά.
Πέρα από τον κατοχυρωμένο νόμο που, συνταγματικά, απαγορεύει κάθε
μορφή βίας, η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του παιδιού
(ν.2101/1992) και την παιδική προστασία αποτελεί ένα εργαλείο
θεσπισμένο, που θα έπρεπε να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την
αντιμετώπιση της σχολικής βίας. Πολλοί ισχυρίζονται πως η αύξηση της
σχολικής βίας τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα συνδέεται με την εποχή της
παγκοσμιοποίησης και το πολυπολιτισμικό μοντέλο ανάπτυξης που δεν
αφήνει ανεπηρέαστο και το εκπαιδευτικό σύστημα σε όλες του τις εκφάνσεις
και έχει ως συνέπεια την αδυναμία της χώρας να προσαρμοστεί στις νέες
συνθήκες που διαμορφώνονται.
Η έλλειψη του απαραίτητου χρόνου των γονέων, τα λάθος πρότυπα σε
συνδυασμό με το φαινόμενο του ρατσισμού και των οικονομικών ανισοτήτων
είναι κάποιες από τις αιτίες που ευνοούν τις παραβατικές συμπεριφορές
των παιδιών. Αναντίρρητα, «η βία γεννά τη βία». Δεν πρέπει να
αποσιωπείται το γεγονός πως η βία σχετίζεται με τα κατώτερα ένστικτα του
ανθρώπου και ως εκ τούτου μπορεί να έχει αλυσιδωτή αντίδραση.
Ο ρόλος του θύτη δείχνει να εναλλάσσεται με κείνον του θύματος, καθώς
η βία ξυπνάει την αντίδραση και την εκδικητική συμπεριφορά, προκειμένου
το άτομο να δώσει τέλος στην εχθρικότητα που δέχεται, με αποτέλεσμα να
μεγαλώνει ο φαύλος κύκλος και το πρόβλημα να εντείνεται. Δεχόμενοι σαν
αφετηρία πως η σχολική βία αποτελεί κεφαλαιώδες ζήτημα, όχι μόνο για το
εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και για όλη τη κοινωνία, εφόσον μέσα στο
σχολείο διαμορφώνονται οι αυριανοί πολίτες, οφείλουμε να κρατάμε το
διάλογο ανοιχτό και να συνεργαζόμαστε προς την κατεύθυνση της πρόληψης
και ενημέρωσης του κοινωνικού αυτού φαινομένου.
Οι εκπαιδευτικοί – όπως και οι γονείς – οφείλουν να διαδραματίσουν
καίριο ρόλο μπροστά στο φαινόμενο της σχολικής βίας, διατηρώντας μια
διακριτική συμπεριφορά όταν παρουσιάζονται τέτοια κρούσματα,
αποφεύγοντας τον στιγματισμό ή την άδικη επίρριψη ευθυνών, δεδομένου ότι
κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερες εντάσεις και πιο
ακραίες συμπεριφορές που μπορεί να περιπλέξουν χειρότερα ακόμη και τις
σχέσεις των παιδιών με τους γονείς τους
Ο κοινωνικός διάλογος υπό το πρίσμα της επιστημονικής έρευνας – και
των δραστηριοποιημένων κοινωνικών δικτύων – φαντάζει ως η πιο ουσιαστική
λύση με στόχο την επιμόρφωση και ευαισθητοποίηση των εκπαιδευτικών,
καθηγητών ειδικής αγωγής, μαθητών, γονέων και ολόκληρης της κοινωνίας.
Κλείνουμε τη πόρτα στη βία, ανοίγουμε παράθυρο στη κοινωνία. Ελάτε να
μιλήσουμε!